| flat |
επίπεδο, χωρίς
τόκο (στην τιμή του χρεωγράφου) |
| fluctuate |
διακυμαίνομαι |
| float/floating |
επιπλέω,
ξεκινώ μια επιχείρηση, εκδίδω δάνειο/διακύμανση, κυμαινόμενος |
| fluidity |
ρευστότητα |
| fold up |
κλείνω
μαγαζί(βαράω διάλυση) |
| F.O.R(free on rail)/f.O.B (free on board) |
ελεύθερο
στο σιδηροδρομικό σταθμό/ελεύθερο επι του πλοίου |
| forecast |
(ρ)προλέγω,προβλέπω
(ουσ.) πρόβλεψη |
| foreign |
αλλοδαπός,
ξένος, εξωτερικός |
| form |
(ουσ):μορφή,σχήμα,τύπος (ρήμα):σχηματίζω,διαμορφώνω,συγκροτώ |
| formalities |
διατυπώσεις(νομικές,τελωνειακές,κλπ) |
| formation |
σχηματισμός,δημιουργία,διαμόρφωση |
| foresee |
προβλέπω |
| forward/forwarding |
προωθώ,
διαβιβάζω, αποστέλλω/μεταφορά, αποστολή, προώθηση |
| found/founder |
ιδρύω,θεμελιώνω/ιδρυτής |
| frame |
πλαίσιο |
| franchise |
πώληση
(& αγορά) δικαιωμάτων και προνομίων |
| fraction |
κλάσμα,
μέρος |
| fragile |
εύθραυστος |
| fraud |
απάτη |
| free |
ελεύθερος |
| freight |
ναύλος,ναυλωση,μεταφορά
φορτίου δια θαλάσσης |
| frequency |
συχνότητα |
| fringe benefits |
πρόσθετες
παροχές σε εργαζόμενους πέρα από τις κανονικές τους αποδοχές |
| frustration |
διάψευση,ματαίωση,αδυναμία
προς εκτέλεση |
| function/functional |
λειτουργία/λειτουργικό |
| fund |
ειδικό
κεφάλαιο, ταμείο (κύριας ή επικουρικής) ασφάλισης, περιουσιακό στοιχείο που
ρευστοποιείται άμεσα |
| fundamental |
θεμελιώδης |
| funds available |
διαθέσιμα
κεφάλαια, διαθέσιμοι πόροι |
| Fund flow statement |
Κατάσταση
κίνησης ρευστών διαθεσίμων |
| fund raising |
συγκέντρωση
κεφαλαίου,δανεισμός κεφαλαίου |
| further information |
συμπληρωματικές
πληροφορίες |
| full disclosure |
πλήρης
αποκάλυψη (λογιστική αρχή) |
| future |
(ουσ.)το
μέλλον, (επιθ.) μελλοντικός |
| futures |
προθεσμιακές
πράξεις χρηματιστηρίου αγαθά αγοραζόμενα με προθεσμία, συμβόλαια μελλοντικής
εκπλήρωσης |