Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "U"

~U~

unauthorized γινόμενος χωρίς άδεια , χωρίς έγκριση
unbalanced budget ανισοσκελής προυπολογισμός
unbiased αμερόληπτος
uncertainty αβεβαιότητα
uncleared goods ατελώνιστα αγαθά
under-developed countries υπανάπτυκτες χώρες
under probation υπό δοκιμή
under the counter κρυφά, πράξη ή ενέργεια εξω από τα καθιερωμένα και κοινώς αποδεκτά
under separate cover σε ιδιαίτερο φάκελλο
undertaker ανάδοχος (έργου) , εργολάβος
underwrite ασφαλίζω, υπογράφω ως ασφαλιστής, εγγυώμαι
underwriter ασφαλιστής , εγγυητής
undistributed profit παρακρατηθέν κέρδος
undo ακύρωση συναλλαγής
unearned μη δεδουλευμένος 
unearned income/revenue μη δεδουλευμένο εισόδημα
unemployment benefit επίδομα ανεργίας

unfair competition αθέμιτος ανταγωνισμός
unfavourable  δυσμενής
unforeseen απρόβλεπτος
union σωματείο , λέσχη
unissued capital μη εκδοθέν κεφάλαιο
unit μονάδα, ομάδα
unit cost κόστος μονάδας
unit trust αμοιβαίο κεφάλαιο
unlimited liability απεριόριστη ευθύνη
 unlisted securities μη εισηγμένα χρεώγραφα
unpaid note ανεξόφλητο γραμμάτιο
unquoted securities τίτλοι μη εισηγμένοι στο χρηματιστήριο
upgrade προβιβάζω , επιμορφώνω , προσωπικό , αναβαθμίζω  
up to date  ενημερωμένο 
usage δουλεία, χρήση, κοινή πρακτική
use χρήση
utility company εταιρεία κοινής ωφελείας


 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls