earn/earnings |
κερδίζω,
αποκτώ/αποδοχές, αμοιβή,κέρδη |
earned |
δεδουλευμένο |
ease/easy |
διευκολύνω,χαλαρώνω/εύκολο |
economic /economic policy |
οικονομικός
/ οικονομική πολιτική |
economic analyst |
οικονομικός
αναλυτής |
econimic unit |
οικονομική
μονάδα |
economical |
όχι
σπάταλος,οικονομικός,φειδωλός(my car is economical) |
effect/effective |
ισχύω,αποτέλεσμα,πραγματοποιώ/ ενεργός,αποτελεσματικός |
effects |
τα
υπάρχοντα,περιουσία (ακίνητα,τίτλοι,αγαθά) |
efficiency/efficient |
αποδοτικότητα/ικανός,αποτελεσματικός |
element |
στοιχείο,συστατικό |
eliminate |
περιορίζω,
διαγράφω |
employ/employment |
απασχολώ,
δίνω εργασία/απασχόληση |
employer/employee |
εργοδότης/εργαζόμενος |
embezzle/embezzlement |
καταχρώμαι,
υπεξαιρώ/κατάχρηση |
embargo |
οικονομικός,εμπορικός
αποκλεισμός |
endorse/endorsement |
οπισθογράφηση(indorsement) |
enlarge |
μεγεθύνω |
enroll/enrol(l)ment |
εγγράφομαι/εγγραφή |
enclosed/enclosure |
εσώκλειστος/εσώκλειστο,συνημμένο |
entitle |
εξουσιοδοτώ,παρέχω
δικαίωμα |
entail |
συνεπάγομαι,(επιβάλλω),κληροδοτώ,περιουσία, κληροδότημα |
enter |
εισάγω,
καταχωρώ |
enterpreneur |
επιχειρηματίας |
entity |
οντότητα,υπόσταση,νομικό
πρόσωπο |
entire |
ολόκληρος,ακέραιος |
entry |
εγγραφή
,καταχώρηση σε λογιστικά βιβλία |
equal/equality |
ίσος,
ισότιμος/ισότητα |
equation |
εξίσωση |
equipment |
εξοπλισμός |
equity |
καθαρή
θέση(μιάς επιχείρησης), τα ίδια κεφάλαια,θεσμικό δίκαιο |
equity capital |
ίδιο
κεφάλαιο |
equivalent |
ισοδύναμος,
αντίστοιχος |
establish/establishment |
ιδρύω,εγκαθιστώ/ίδρυμα,ίδρυση,εγκατάσταση |