gain |
(ουσ.) κέρδος
(ρ) κερδίζω, αποκτώ |
gadget |
μηχανική,επινόηση,μαραφέτι, μικροεφεύρεση |
Game Theory |
Θεωρία
παιγνίων |
gathering |
συγκέντρωση
( σαν όρος αναφέρεται στη Συλλεκτική Οικονομία) |
gauge |
μέτρο,
μετρητής, διάμετρος, πάχος (π.χ. καλωδίου)(ρ) σταθμίζω |
gearing |
α.
αναφέρεται στη σχέση μεταξύ του βάρους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων
μιας ετατρείας και της απόδοσης που προκύπτει από την αξιοποίηση των εν λόγω
κεφαλαίων β. μόχλευση |
general partner |
ομόρρυθμος
εταίρος |
GAAP |
(Generally
Accepted Accounting Principles) Γενικές Αρχές Λογιστικής |
GATT |
(General
Agreement on Tariffs and trade) Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου |
generate |
παράγω,γεννώ,προκαλώ |
gilt or gilt-edged security |
κρατικό
χρεώγραφο απολύτου ασφάλειας |
general meeting |
Γενική
Συνέλευση |
global/globalization |
σφαιρικός/παγκοσμιοποίηση |
go public |
μπαίνω
στο χρηματιστήριο |
goodwill |
καλή
θέληση, πελατεία, φήμη |
going concern |
η σε λειτουργία και σταθερή πορεία επιχ/ση |
goods |
αγαθά,
εμπορεύματα |
gradually |
σταδιακά |