Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "G"

~G~


gain (ουσ.) κέρδος (ρ) κερδίζω, αποκτώ
gadget  μηχανική,επινόηση,μαραφέτι,  μικροεφεύρεση 
Game Theory Θεωρία παιγνίων
gathering συγκέντρωση ( σαν όρος αναφέρεται στη Συλλεκτική Οικονομία) 
gauge μέτρο, μετρητής, διάμετρος, πάχος (π.χ. καλωδίου)(ρ) σταθμίζω
gearing α. αναφέρεται στη σχέση μεταξύ του βάρους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων μιας ετατρείας και της απόδοσης που προκύπτει από την αξιοποίηση των εν λόγω κεφαλαίων β.  μόχλευση 
general partner  ομόρρυθμος εταίρος
GAAP (Generally Accepted Accounting Principles) Γενικές Αρχές Λογιστικής
GATT (General Agreement on Tariffs and trade) Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου
generate  παράγω,γεννώ,προκαλώ 
gilt or gilt-edged security κρατικό χρεώγραφο απολύτου ασφάλειας
general meeting  Γενική Συνέλευση
global/globalization σφαιρικός/παγκοσμιοποίηση
go public  μπαίνω στο χρηματιστήριο 
goodwill καλή θέληση, πελατεία, φήμη
going concern η σε λειτουργία και σταθερή πορεία  επιχ/ση
goods αγαθά, εμπορεύματα
gradually σταδιακά

grant  (ρ)εκχωρώ ,παραχωρώ,παρέχω,κάνω δωρεά,απονέμω (ουσ.) χορήγηση 
govern/government κυβερνώ/κυβέρνηση
government securities κρατικά χρεώγραφα, κυβερνητικά ομόλογα (των ΗΠΑ)
Great Depression μεγάλη οικονομική κρίση  (τη δεκαετία του 1930)
gross   μικτός, ακαθάριστα  
group /grouping ομάδα,ομαδοποίηση 
group of Banks όμιλος τραπεζών
grow  αναπτύσσω,μεγαλώνω 
guarantee (ουσ.)εγγύηση , (ρ) εγγυώμαι 
guarantee clause όρος εγγύησης
guaranteed pay κατώτατη αμοιβή
guidance καθοδήγηση, οδηγία
guaranty (ουσ.) εγγύησις (νομ.)
guard (ρ)φυλάσσω, (ουσ.) φύλακας
guardianship κηδεμονία
guidelines οδηγίες
guild συντεχνία,επαγγελματικό σωματείο 
guess-work  εικασία, πιθανολογία, υπόθεση


 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls