~Α~
| abbreviation | σύντμηση,συντομογραφία |
| abide | τηρώ συμφωνία |
| able to meet their obligations | ικανοί να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους |
| abolish/abolition | καταργώ, ακυρώνω/κατάργηση δασμών, φόρων κλπ. |
| absrtact of account | απόσπασμα λογαριασμού |
| accelerate/acceleration | επιταχύνω,, επισπεύδω/επιτάχυνση |
| accelerated depreciation | επιταχυνόμενη απόσβεση (που επιτρέπει την απόσβεση στοιχείων του ενεργητικού σε χρονικό διάστημα μικρότερο του κανονικού) |
| acceptable | δεκτός ,αποδεκτός |
| access | προσπέλαση, πρόσβαση (access to books) |
| accomplish | εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώ |
| account | (ουσ.)λογαριασμός (ρ) υπολογίζω, λογοδοτώ, (account to sb) |
| account balance | υπόλοιπο λογαριασμού |
| account executive | ανώτερος υπάλληλος που ασχολείται με διαφημιστικκά προγάμματα ορισμένων εταιρειών |
| accountant | λογιστής |
| accountancy | λογιστική |
| accounting equation | λογιστική εξίσωση (περιουσιακά στοιχεία = υποχρεώσεις+μετοχικό κεφάλαιο) |
| accounting period | λογιστικη περίοδος κατά την οποία κλείνονται οι λογαριασμοί και εξάγονται τα αποτελέσματα |
| accounts payable | πληρωτέοι λογαριασμοί, (GB) creditors |
| accounts recievable | εισπρακτεοι λογαριασμοί , (GB) debtors |
| accrue | επαυξάνω, συσσωρεύω |
| accrual basis | μέθοδος λογιστικής απεικόνισης σύμφωνα με την οποία τα έσοδα ή τα έξοδα εμφανίζονται λογιστικώς κατά την ημερομηνία που δημιουργούνται και όχι κατά την ημερομηνία είσπραξης ή πληρωμής |
| accumulate/accumulation | συσσωρεύω/συσσώρευση |
| accurate | ακριβής, ορθός |
| achievement | επίτευξη, επίτευγμα |
| acid test ratio | η σχέση μεταξύ μετρητών, λογ/σμών εισπρακτέων και εμπορεύσιμων τίτλων αφ'ενός και των τρεχουσών υποχρεώσεων αφ'ετέρου |
| acknowledge/acknowledgement | αναγνωρίζω, παραδέχομαι/αναγνώριση, βεβαίωση λήψης (προσφοράς κλπ.) |
| acquisition | εξαγορά, απόκτηση |
| acquit a debt | εξοφλώ χρέος |
| act according to | ενεργώ σύμφωνα με |
| act for account of | ενεργώ για λογαριασμό κάποιου |
| act in the capacity of | ενεργώ υπο την ιδιότητα της/του ως |
| acting manager | αναπληρωματικός διευθυντής |
| actual value | πραγματική αξία |
| adapt/adaptation | προσαρμόζω,διασκευάζω/προσαρμογή |
| add/addition | προσθέτω/ πρόσθεσις |
| adjust | προσαρμόζω,ρυθμίζω |
| adjusting entry | εγγραφή διορθωτική |
| administration | διοίκηση, διεύθυνση |
| admissimble | αποδεκτός, παραδεκτός,επιτρεπτός |
| ad valorem duty | δασμός υπολογιζόμενος επι της αξίας του εμπορεύματος |
| advertising manager | διευθυντής διαφημίσεων |
| advice note | γνωστοποίηση αποστολής εμπορευμάτων |
| affiliation | προσχώρηση,οικονομική διείσδηση μιας εταιρείας σε μια άλλη |
| afford | αντέχω οικονομικά |
| agency/agent | πρακτορείο/πράκτορας,αντιπρόσωπος |
| agenda | θέματα ημερήσιας διάταξης, σημειωματάριο |
| aggregate | (ρ)αθροίζω , (ουσ.) άθροισμα |
| agreement | συμφωνία |
| aid | βοήθεια, βοήθημα |
| aim (at/for) | (ρ)αποσκοπώ, στοχεύω (ουσ.) στόχος |
| alien company | ξένη, αλλοδαπή εταιρεία |
| allied company | συνδεδεμένη εταιρεία |
| all-in cost | συνολικό κόστος |
| allocation | διανομή, κατανομή, επιμερισμός (πόρων, χρημάτων) |
| allotment | παραχώρηση ,κατανομή μεριδίου |
| allotment of shares | κατανομή μετοχών(distribution of shares) |
| allowance | επίδομα, παροχή,επιχορήγηση |
| all risks insurance | ασφάλεια κατά παντός κινδύνου |
| alongside the ship | παραλαβή φορτίου (παραπλεύρως του πλοίου) |
| alteration | τροποποίηση, μετατροπή |
| altered | τροποποιημένος |
| alternative | εναλλακτικός, εναλλακτική λύση |
| amalgamation | συγχώνευση (επι εταιρειών) |
| ambiguous | διφορούμενος, ασαφής |
| amendment of terms | τροποποίηση όρων |
| amortization | χρεωλύσιο(απόσβεση άυλων στοιχείων ενεργητικού), αποπληρωμή δανείου |
| amount (to) | συμποσούμαι, ανέρχομαι στο ποσό των ….. |
| announce/announcement | γνωστοποιώ ,αναγγέλω/ αγγελία, αναγγελία |
| annual | ετήσιος |
| annuity | ετήσια πρόσοδος |
| anticipate/anticipation | προσδοκώ, προβλέπω/πρόβλεψη, προσδοκία |
| appeal (to) | (ρ)επικαλούμαι, εφεσιβάλλω (ουσ.) έφεσις |
| appendix-appendices (pl) | παράρτημα (βιβλίου) |
| appliance | μηχάνημα ,συσκευή |
| applicable | εφαρμόσιμο |
| application | αίτηση,εφαρμογή |
| applied | εφαρμοσμένος (applied economics) |
| appointment | διορισμός,συνάντηση,ραντεβού |
| apprenticeship | μαθητεία |
| appreciate (in value) | ανατιμώ |
| approach | προσεγγίζω |
| appropriate | (επιθ.)κατάλληλος (ρ) θέτω κατά μέρος, προσδιορίζω για έναν σκοπό |
| appropriation | σφετερισμός, οικειοποίηση |
| approved account | εγκεκριμένος λογαριασμός |
| approximate | κατά προσέγγιση |
| aptitude | κλίση, ικανότητα, δεξιότητα |
| arbitration | διαιτησία |
| arbitration clause | ρήτρα , όρος διαιτησίας |
| arrangement | διευθέτηση , τακτοποίση,συμφωνία, (πληθ.) ετοιμασίες |
| arrears | καθυστερούμενες, ληξιπρόθεσμες οφειλές (be in arrears with my rent, taxpayer in arrears) |
| article | άρθρο, όρος (articles of agreement),είδος, εμπόρευμα |
| Articles of Association | Καταστατικό Εταιρείας |
| ascertain | διαπιστώνω, εξακριβώνω |
| assembly | συνέλευση ,συνάθροιση ,συναρμολόγηση |
| assembly line | συναρμολόγηση προιόντος σε σειρά, σύστημα αλυσίδας, γραμμή παραγωγής εργοστασίου |
| αssess/assessment | αξιολογώ/ εκτίμηση, αποτίμηση |
| assesor | εκτιμητής, εφοριακός ελεγκτής, πραγματογνώμονας |
| asset | περουσιακό στοιχείο |
| assets | το ενεργητικό μιας επιχείρησης |
| assign | αναθέτω, εκχωρώ, μεταβιβάζω |
| assign shares | εκχωρώ μετοχές |
| assignment | ανάθεση εργασίας, μεταβίβαση |
| assosiate | συνεργάτης-συνεταίρος/σύνδεση, ένωση, σωματείο |
| association (articles of) | κανονισμός (εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας μιας επιχ/σης) |
| assumption | υπόθεση, προυπόθεση |
| at a discount | (μετοχή)με έκπτωση |
| at a premium | σε υπερτίμηση ,σε μεγάλη ζήτηση |
| at issue | υπο συζήτηση |
| at par | στο άρτιο/στην ίδια τιμή |
| attach/attachment | επισυνάπτω, προσκολλώ, προσαρτώ, συνημμένο |
| attain | επιτυγχάνω , καταφέρνω, πραγματοποιώ |
| attempt | (ουσ.)προσπάθεια, απόπειρα(ρ)προσπαθώ, αποπειρώμαι |
| attorney | πληρεξούσιος |
| auction | δημοπρασία |
| audit | (ουσ.)έλεγχος(λογιστικός) , (ρ.) ελέγχω λογιστικά βιβλία |
| Auditing | Ελεγκτική |
| auditor | ελεγκτής, ορκωτός λογιστής (auditor's report) |
| augment/augmentation | αυξάνω, επαυξάνω/αύξησις,προσαύξησις |
| authority | εξουσία,αυθεντία,authorities=οι αρχές |
| authorize | εγκρίνω , εξουσιοδοτώ |
| automatic | αυτόματος |
| average cost | μέσος όρος κόστους |
