~I~
identify/identification | αναγνωρίζω πρόσωπο ή αντικείμενο, εξακριβώνω ταυτότητα/αναγνώριση |
idle | αργός,αχρησιμοποίητος,μη παραγωγικός,αδρανής,νώθρος |
illegal | παράνομος |
illustrate | διευκρινίζω, εικονογραφώ |
immensely | πάρα πολύ |
impact/impact of tax | επίδραση, επιρροή/φορολογική επίπτωση |
impaired capital | εξασθενημένο κεφάλαιο |
implicit/implicit cost | εξυπακουόμενος, συνεπαγόμενος/ τεκμαρτό-αφανές κόστος |
improperly | λανθασμένα |
import licence /import duty | άδεια εισαγωγής/εισαγωγικός δασμός |
impose /imposition | επιβάλλω /επιβολή φόρου |
improve/improvement | βελτιώνω/βελτίωση,ανάκαμψη |
in accordance with | σύμφωνα με |
in all | σε σύνολο |
incapacity | ανικανότητα, αναρμοδιότητα |
inaugurate/inauguration | εγκαινιάζω, κηρύσσω την έναρξη/εγκαίνια |
incentive | έναυσμα, κίνητρο (οικονομικό) |
income | εισόδημα |
income per capita | κατά κεφαλήν εισόδημα |
income statement | λογ/σμός κερδών και ζημιών, συνών. profit and loss account (UK), λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης |
increase | αυξάνω , αύξηση |
in advance | εκ των προτέρων,προκαταβολικά |
in arrears | καθυστερημένα,εκπρόθεσμα |
in breach | διάλυση(συμβολαίου) |
inclination | τάση, κλίση |
include | περιλαμβάνω |
incorporate/incorporation | ενσωματώνω/σύσταση εταιρείας |
incoterms | όροι ναυλοσυμφώνων |
incur /incurred expenses | επιφέρω,προκαλώ,συνάπτω,επικουρώ,υφίσταμαι /υφιστάμενες δαπάνες |
indicative | ενδεικτικός |
in demand | εμπορεύματα ή υπηρεσίες που έχουν ζήτηση από το κοινό |
indemnity | αποζημίωση,ή πληρωμή ενός ποσού για να αντισταθμιστεί ολόκληρη ή μέρος της ζημιάς |
independent | ανεξάρτητος |
index (pl. indices) | δείκτης , ένδειξη, ευρετήριο |
indication | ένδειξη , υπόδειξη |
indirect | έμμεσος |
industry/industrial | βιομηχανία/βιομηχανικός |
indispensable | απαραίτητος |
in duplicate | εις διπλούν |
in excess of | περισσότερο από |
inference | συμπέρασμα,εξαγωγή συμπεράσματος |
in favour | υπέρ |
inflation | πληθωρισμός |
in force | σε ισχύ |
inform | πληροφορώ |
Informal | ανεπίσημος,φιλικός |
information | πληροφορίες |
informative | ενημερωτικός,κατατοπιστικός,πληροφοριακός |
inferior | κατώτερος |
infrastructure | υποδομή |
infringe/infringement | παραβιάζω, καταπατώ (δικαιώματα)/καταπάτηση (δικαιωμάτων), καταστρατήγηση |
in gross | μαζικά, χονδρικώς |
initials | τα αρχικά γράμματα ονόματος |
initiative | πρωτοβουλία |
injure/injury | υφίσταμαι ζημιά, βλάπτω/ζημία, βλάβη |
Inland Revenue Service | Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία |
inlet | (άνοιγμα)είσοδος |
in lieu of | αντί, στη θέση του |
innumerable | αναρίθμητος |
in person | αυτοπροσώπως |
input | εισροή πληροφορίων |
input control | εσωτερικός έλεγχος ακριβείας(ορθότητας)εισερχομένων πληροφοριών σε H/Y |
inquire/inquiry | ερωτώ, ζητώ πληροφορίες/ εξέταση, έρευνα |
insert/insertion | καταχωρώ, ενθέτω/καταχώρηση |
insolvent /insolvency | αφερέγγυος,χρεωκοπημένος /αφερεγγυότητα |
inspect /inspection | επιθεωρώ /επιθεώρηση, εξέταση |
installation | εγκατάσταση |
installment | δόση |
instant access account | λογαριασμός άμεσης πρόσβασης |
instant feedback | άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες καταχωρημένες σε H/Y |
instead | αντί γι'αυτό(instead of ) αντί για ,αντί να |
instruct /instruction | διδάσκω,πληροφορώ,δίνω εντολή/οδηγίες |
insure/insurance | ασφαλίζω / ασφάλιση |
insurance premium | ασφάλιστρα |
institute/institutional | ίδρυμα/καθιερωμένος, θεσμικός |
instrument | εργαλείο, όργανο |
intake | είσοδος,εισροή |
intangible asset | άυλο ενεργητικό |
integral/integration | αναπόσπαστος,ακέραιος,ολόκληρος /ολοκλήρωση,ένταξη |
intentionally | σκόπιμα |
interest /interest rate | τόκος/επιτόκιο |
interim | ενδιάμεσο διάστημα |
intermediary | μεσάζων πρόσωπο, διαμεσολαβητής |
Interpretation | ερμηνεία |
interval | διάλειμμα,διάστημα(at intervals=κατά διαστήματα) |
interview | συνέντευξη |
interviewee | αυτός που δίνει συνέντευξη |
interviewer | αυτός που παίρνει συνέντευξη |
in transit | υπο διαμετακόμιση |
intrinsic | εγγενής, ενδογενής |
inventory | απογραφή εμπορευμάτων , (GB) stock |
invest /investment/investor | επενδύω /επένδυση/επενδυτής |
international | διεθνής |
intervene/intervention | παρεμβαίνω/παρέμβαση, επέμβαση |
involuntary | ακούσιος, αθέμητος |
invoice | τιμολόγιο |
involve | εμπλέκω |
irresponsible | ανεύθυνος |
irrevocable letter of credit | ανέκκλητη πιστωτική επιστολή,ανέκκλητος,πίστωση |
issue | (ρ.)εκδίδω (ουσ.)έκδοση,έκβαση,θέμα,αντικείμενο συζήτησης |
issued capital | εκδοθέν κεφάλαιο |
item | είδος, αντικείμενο, εμπόρευμα, εδάφιο,κονδύλι |
itenerary | οδοιπορικό, δρομολόγιο |