Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "Ο"

~Ο~

object (ουσ.) αντικείμενο, σκοπός (ρ.) έχω αντίρρηση
objection αντίρρηση, ένσταση
objective  (επιθ.) αντικειμενικός, (ουσ.) στόχος, αντικειμενικός σκοπός
obligate/obligation υποχρεώνω/ υποχρέωση, χρέος
obliged/obligatory υποχρεωμένος/ υποχρεωτικός
obsolete απαρχαιωμένος
occupy/occupation κατέχω, απασχολώ/ απασχόληση, θέση, κατοχή
occur/occurrence συμβαίνω (από σύμπτωση)/ γεγονός, συμβάν
off banance sheet financing δανεισμός που δεν εμφανίζεται στον ισολογισμό μιας επιχ/σης
offence αδίκημα, παράβαση
offer (ουσ.) προσφορά, (ρ.)προσφέρω 
official confirmation επίσημη επιβεβαίωση
official report επίσημη αναφορά
offset/offset account αντισταθμίζω, συμψηφίζω/ συμψηφιστικός λογαριασμός
offshore δραστηριότητα στο εξωτερικό, υπεράκτια εταιρεία
omit/omission παραλείπω/ παράλειψη
on account έναντι  λογαριασμού, μερική εξόφληση
on a large scale σε μεγάλη κλίμακα
on behalf of εκ μέρους
on board στο κατάστρωμα πλοίου
on business για δουλειές (π.χ. he's abroad on business)
on consignment με παρακαταθήκη
on credit με πίστωση
on demand σε  ζήτηση
on hand διαθέσιμο προς πώληση
on balance στο σύνολο, αν ληφθούν υπόψη ολοι οι παράγοντες
on condition υπο τον όρο .. 
on duty εν υπηρεσία
on line άμεση επικοινωνία με υπολογιστές
on line, real time processing άμεση σύνδεση υπολογιστή με κεντρική μονάδα
on no account κατά κανένα τρόπο, για κανένα λόγο
on sale προς πώληση
on the rise σε άνοδο
on a par ισότιμος, ίσος προς ...
on equal terms επι ίσοις όροις
open policy ανοιχτή ασφάλεια, ανοιχτό θαλασσασφαλιστήριο με το οποίο είναι δυνατή η κάλυψη όλων των  διεργεθησομένων φορτώσεων, η ασφαλιζόμενη αξία είναι ακαθόριστη ή ανοιχτή 
open bid ανοιχτή προσφορά
open credit ανοιχτή πίστωση
operate χειρίζομαι, διευθύνω, λειτουργώ (function)
operating λειτουργικός
operating  cycle κύκλος εργασιών/κύκλος λειτουργίας
operation  λειτουργία
operational research επιχειρησιακή έρευνα
operating ratio συντελεστής εκμετάλλευσης
option δικαίωμα επιλογής
order (ουσ.)διαταγή, παραγγελία, εντολή, τάξη (ρ) παραγγέλω, διατάσσω
order form δελτίο παραγγελιών
ordinary shares/stock κοινές, κανονικές, απλές μετοχές
organization οργανισμός, οργάνωση, διοργάνωση
organization chart διάγραμμα που απεικονίζει την διάρθρωση μιας επιχ/σης, οργανόγραμμα
origin/original αρχή, προέλευση, καταγωγή/πρωτότυπο, αρχικός
outcome έκβαση, αποτέλεσμα
outlay έξοδα, δαπάνη 
outfit εφόδια, συνεργασία, ομάδα, συνεργείο
output παραγωγή, απόδοση, έξοδος
outstanding κύριος, εξαιρετικός, περίβλεπτος/εκρεμμής, ανείσπρακτος, ανεξόφλητος
overconsumption υπερκατανάλωση
overcharge (ρ.)επιβαρύνω,(ουσ.) πρόσθετη επιβάρυνση
overextended κατάσταση κατά την οποία το παθητικό υπερβαίνει κατά πολύ το κυκλοφορούν ενεργητικό
overdraft υπέρβαση τραπεζικού λογαριασμού υπερανάληψη, ανάληψη χωρίς αντίκρυσμα, 
overdraw υπερβαίνω (λογαριασμό)
overdrawn αυτός που έχει κάνει καθ' υπέρβαση λήψη χρημάτων
overdue υπερήμερος, ληξιπρόθεσμος, καθυστερημένος
overhead, (GB) overheads γενικά έξοδα
overtime υπερωρία
overlap επικαλύπτω
overload υπερφόρτωση
overtax υπερφορολογώ
over the counter stock χρεώγραφα που δεν είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο και η αγοροπωλησία γίνεται στην ελεύθερη αγορά
owe οφείλω, χρωστώ
owing to  λογω της … (αιτίας), οφειλόμενο σε …
own κατέχω (νόμιμα)
owner's equity ίδια κεφάλαια,καθαρή θέση επιχειρηματία
ownership ιδιοκτησία, κυριότητα



 

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls