Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "M"

~M~

machine μηχανή
machine-readable codes κωδικοί αγαθών προιόντων καταχωρημένοι σε υπολογιστή για αυτόματη καταγραφή τιμών
machinery μηχάνημα, μηχανισμός
mail order ταχυδρομική επιταγή
mainframe κεντρικός υπολογιστής
maintenance συντήρηση, διατήρηση (ρ. maintain)
majority πλειοψηφία, πλειονότητα
make over μεταβιβάζω, παραχωρώ
make out συντάσσω, εκδίδω έντυπο
make up  αποζημιώνω, καλύπτω έλλειμμα ή ζημιά
malfunction βλάβη
manage/management καταφέρνω, διευθετώ, διευθύνω, κουμαντάρω/ διοίκηση, διαχείρηση
management  accounting διοικητική λογιστική (also managerial)
managing director διευθύνων σύμβουλος, γενικός διευθυντής
mandatory επιτακτικός, εντολοδόχος
 manipulation χειρισμός
manpower ανθρώπινο δυναμικό
manual εγχειρίδιο, χερωνακτικός
manufacturer κατασκευαστής
map χάρτης
margin/marginal περιθώριο/οριακός
marine insurance ναυτασφάλιση, ναυτασφάλεια
marine law ναυτικό δίκαιο
marketability εμπορευσιμότητα
marketable securities εμπορεύσιμοι τίτλοι
market research έρευνα αγοράς
marketing mix ο όρος περιλαμβάνει: α)προιόν-προώθηση-χώρο προώθησης και διακίνησης-τιμή, 
marketing report έκθεση-πόρισμα για την έρευνα αγοράς
market policy αγορανομική πολιτική
market value τρέχουσα τιμή στην αγορά, αγοραία τιμή
mass production μαζική παραγωγή

master agreement πρότυπη συμφωνία
match αντιπαραβάλλω, ταιριάζω
matching duty αντισταθμιστικός δασμός
materials υλικά
mature/matured/maturity λήγω/ ληξιπρόθεσμος/λήξη, ωριμότητα, διάρκεια ισχύος
mean (επ.) μέσος, μεσαίος, μέσος όρος,(ουσ.) μέσον 
means οικονομικά μέσα, πόροι, πηγές χρηματοδότησης
measure (ουσ.) μέτρο, (ρ.) μετρώ
measurement μέτρηση, καταμέτρηση
medium(pl. media) το μέσο
memorandum υπόμνημα, μνημόνιο
Memorandum & Articles of Association καταστατικό, πράξη σύστασης εταιρείας, σωματίου
memorandum bill υπόμνηση λογαριασμού
merchandise εμπόρευμα, εμπορεύματα
merchant έμπορος
merge /merger συγχωνεύω επιχειρήσεις,συγχωνεύομαι/συγχώνευση επιχειρήσεων
middle man ενδιάμεσος, έμπορος, μεσάζων
minimization ελαχιστοποίηση (συν. minimizing)
minority μειοψηφία, μειονότητα
minute book βιβλίο πρακτικών
misappropriation κατάχρηση, υπεξαίρεση, σφετερισμός
miscellaneous διάφορος, ποικίλος
modification τροποποίηση, μετατροπή
monetary/monetary policy νομισματικός/νομισματική πολιτική
money/money market χρήματα/χρηματαγορά
monthly μηνιαίος, μηνιαία
mortgage υποθήκη, στεγαστικό δάνειο
mutual funds αμοιβαία κεφάλαια
multiply/multiplier πολλαπλασιάζω/πολλαπλασιαστής
   

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls