| premises |
εγκαταστάσεις,κτίρια |
| preliminary |
προκαταρκτικός |
| premium |
ασφάλιστρο,βραβείο,πρόθεση
αμοιβή, υπερτίμηση(για χρεώγραφα,μετοχές κλπ) |
| prepay (-paid) |
προπληρώνω |
| prerequisite |
το
προαπαιτούμενο |
| preference shares |
προνομιούχες
μετοχές (also preferred stock) |
| prerogative |
προνόμιο,
αποκλειστικό δικαίωμα |
| presentation |
παρουσίαση |
| present value |
παρούσα
αξία |
| preservation |
διατήρηση
,συντήρηση |
| president |
πρόεδρος |
| press release |
ανακοίνωση
προς τον τύπο |
| prestige pricing |
αύξηση
τιμής για την δημιουργία ενός ειδώλου ποιότητας στον αγοραστή |
| price leader |
προίόν
που προσφέρεται σε τιμές κάτω του κόστους με την προσδοκία προσέλκυσης
πελατών για άλλα προιόντα |
| price ceiling |
ανώτατη
τιμή |
| price list |
τιμοκατάλογος |
| price |
(ρήμα):τιμολογώ,διατιμώ,εκτιμώ
(ουσ): τιμή |
| priceless |
ανεκτίμητος |
| primary capital |
πρωτογενές
κεφάλαιο |
| principal |
κύριος
αγοραστής, αρχικό κεφάλαιο επένδυσης, διευθυντής σχολείου |
| principle |
αρχή |
| prior |
προ(προηγούμενο) |
| private company |
ιδιωτική
εταιρία(που έχει περιορισμούς ως προς την μεταβίβαση των μετοχών της) |
| probability |
πιθανότητα |
| probation |
περίοδος
δοκιμασίας |
| procedure |
διαδικασία |
| proceeds |
εισπράξεις
(ή η είσπαρξη),έσοδα,χρήματα από πώληση |
| process |
(ουσ.)διαδικασία,
επεξεργασία, πορεία (ρ) επεξεργάζομαι |
| produce |
(ρ.)παράγω,
(ουσ.) προιόντα |
| product |
προϊόν |
| productivity |
παραγωγικότητα |
| profit/profit margin |
κέρδος/περιθώριο
κέρδους |
| Profit and Loss Account |
(US
)income statement , Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης, λογαριασμός κερδών και
ζημιών |
| profitability |
αποδοτικότητα, κερδοφορία |
| profitability ratio |
δείκτης
αποδοτικότητας |
| proforma invoice |
προτιμολόγιο,
προσωρινό τιμολόγιο |
| program(me) |
πρόγραμμα |
| program control |
έλεγχος
προγράμματος(για ανίχνευση λαθών μέσω σύγκρισης πληροφοριών στον υπολογιστή) |
| progressive tax |
προοδευτικός
φόρος |
| prohibition |
απαγόρευση |
| project |
σχέδιο,
πρόγραμμα, τεχνικό έργο |
| promissory note |
υποσχετική,γραμμάτιο
εις διαταγήν (έγγραφο με το οποίο ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να
πληρώσει σε άλλο πρόσωπο, που κατονομάζεται στο έγγραφο ένα ορισμένο ψρηματικό ποσό σε
καθορισμένο τόπο & χρόνο |
| promissory letter |
υποσχετική
επιστολή |
| promote |
προωθώ,
προάγω |
| promotion |
προαγωγή,προώθηση
(προιόντος) |
| property |
ιδιοκτησία,
περιουσία, ιδιότητα |
| proportionate |
αναλογικός
(proportional) |
| proportional tax |
αναλογικός
φόρος |
| propose/proposal |
προτείνω/πρόταση |
| proprietorship |
ιδιοκτησία,
κυριότητα, προσωπική επιχ/ση |
| prons and cons |
υπέρ
και κατά |
| prospectus |
ενημερωτικό,
διαφημιστικό φυλλάδιο |
| prospective |
μελλοντικός,
πιθανός, υποψήφιος, επίδοξος |
| prospects |
ελπίδες,
μέλλον ,προοπτική |
| prosperity |
ευημερία |
| protective measures |
προστατευτικά
μέτρα |
| provide |
παρέχω |
| provided |
εφ
όσον , υπό τον όρο ότι |
| provision |
πρόβλεψη,όρος,διάταξη,άρθρο,ρήτρα,παράγραφος
συμβολαίου, εφοδιασμός |
| proxy statement |
πληρεξούσιο
έγγραφο |
| Public Limited Company (PLC) |
ανώνυμη
εταιρεία,δημόσια εταιρεία της οποίας οι μετοχές είναι διαπραγματεύσιμες στο
χρηματιστήριο |
| Public Accounting |
Δημόσιο
Λογιστικό |
| publication |
δημοσίευση,
έκδοση |
| publicize |
κοινοποιώ,διαφημίζω |
| publish |
εκδίδω,
δημοσιεύω |
| punched card |
διάτρητο
δελτίο |
| purchase |
(ουσ.)αγορά,
(ρ.)αγοράζω |
| purchasing power |
αγοραστική
δύναμη |
| put aside |
βάζω
στην άκρη, αποταμιεύω |
| put forward |
διατυπώνω,
προτείνω |
| Put up/________ capital |
εκθέτω
(σε πλειστηριασμό)/ καταβάλλω, διαθέτω (κεφάλαιο) |