Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "P"

~P~


 
package (also packing) συσκευασία
packaging συσκευασία, χρηματοδοτικό πακέτο
paid- in capital κεφάλαιο (εξ ολοκλήρου ) καταβεβλημένο
paper χαρτί, τίτλος, έγγραφο
panel επιτροπή, ομάδα
parity ισοτιμία (νομισμάτων)
par value ίσος στην τιμή με την ονομαστική αξία (nominal value) ή την φαινομενική αξία  ( face value) του τίτλου
part/partial μέρος, μερίδιο/ επι μέρους, μερικός
participation συμμετοχή 
partner συνέταιρος, συνεργάτης
partnership συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών για κοινή οικονομική δράση (general _______  γενικής ευθύνης, limited ________ περιορισμένης ευθύνης) 
particular ιδιαίτερος, συγκεκριμένος
participant μέτοχος
participation συμμετοχή 
party συμβαλλόμενος, κόμμα
part time job μερική απασχόληση
passenger επιβάτης
passport διαβατήριο
password λέξη κλειδί,κωδικός για τη λειτουργία υπολογιστή
patent προνόμιο  ευρεσιτεχνίας ,πατέντα 
patronize προστατεύω, κηδεμονεύω  
pay/payment/pay day πληρώνω, πληρωμή / ημέρα πληρωμής
payable in advance  προκαταβολή, προπληρωμή
payable in arrears  πληρωτέος κατά τη λήξη
paycheck μισθοδοσία εκκαθαριστικό σημείωμα
payee δικαιούχος κομιστής  επιταγής αποδέκτης
pay in  καταθέτω
payout ratio σχέση μερισμάτων προς τα κέρδη
pay-off  (ουσ. ) εξώφληση,αποπληρωμή (ρ.) εξοφλώ
payroll μισθοδοτική κατάσταση 
P/E Price Earning (ratio) λόγος τιμής/κέρδους ανα μετοχή
peak άνθιση,επέκταση(οικον.δραστηριότητας)  also expansion, αιχμή (peak hour)
penalty ποινή,τιμωρία,κύρωση
penalty clause ποινική ρήτρα
pension σύνταξη
Pension Funds συνταξιοδοτικά κεφάλαια,ταμεία συντάξεων
per capita (income) κατά κεφαλήν εισόδημα 
percentage/per cent ποσοστό επί τοίς εκατό/επί τοίς εκατό
performance εκτέλεση (σύμβασης), απόδοση
peril κίνδυνος
period/periodic περίοδος/ περιοδικός
personal (επιθ.)προσωπικός
personnel (ουσ.)το προσωπικό μιας επιχ/σης,κλπ
permanent μόνιμος
permit/permissible άδεια/επιτρεπτός, παραδεκτός
plant and equipment εγκαταστάσεις και εξοπλισμός
platform πλατφόρμα, πρόγραμμα κόμματος
pledge (ουσ)ενέχυρο,απόδειξη  (ρ.)ενεχυριάζω, υποθηκεύω
plough back or plow back επενδύω τα κέρδη (στην ίδια επιχ/ση)
plus το προσθετικό σημείο (+)
point of sale terminals ηλεκτρονικές ταμειακές μηχανές(υπολογιστές) συνδεδεμένες με κεντρική μονάδα,τερματικά Η/Υ που υπάρχουν στα σημεία πώλησης
policy ασφαλιστήριο συμβόλαιο(insurance policy)
poll σφυγομέτρηση
port rates λιμενικά τέλη
portfolio χαρτοφυλάκιο
portion μερίδα, νόμιμη μοίρα,διανομή, τμήμα περιουσίας
possession κατοχή, ιδιοκτησία, νομή
postage ταχυδρομικά τέλη
postal order ταχυδρομική επιταγή
posting καταχώρηση (στο καθολικό)
postulate (ουσ.)διατύπωση, αξίωμα (ρ) διατυπώνω
poverty φτώχεια
power ισχύς
practice(v)practise/in practice (ουσ.)πρακτική, (ρ.) ασκούμαι/ στην πράξη
practices τεχνάσματα, τεχνικές
precinct εμπορικός τομέας(πόλης),περιοχή
precondition απαραίτητη προϋπόθεση(prerequisite)
predetermined προκαθορισμένος
predetermined total προκαθορισμένο σύνολο
predictable προβλέψιμος
predominant κυρίαρχος,δεσπόζων υπερισχύων
premature πρόωρος

premises εγκαταστάσεις,κτίρια
preliminary προκαταρκτικός
premium ασφάλιστρο,βραβείο,πρόθεση αμοιβή, υπερτίμηση(για χρεώγραφα,μετοχές κλπ)
prepay (-paid) προπληρώνω
prerequisite το προαπαιτούμενο
preference shares προνομιούχες μετοχές (also preferred stock) 
prerogative προνόμιο, αποκλειστικό δικαίωμα 
presentation παρουσίαση 
present value  παρούσα αξία
preservation διατήρηση ,συντήρηση
president πρόεδρος
press release ανακοίνωση προς τον τύπο
prestige pricing αύξηση τιμής για την δημιουργία ενός ειδώλου ποιότητας στον αγοραστή
price leader προίόν που προσφέρεται σε τιμές κάτω του κόστους με την προσδοκία προσέλκυσης πελατών για άλλα προιόντα
price ceiling ανώτατη τιμή
price list τιμοκατάλογος
price (ρήμα):τιμολογώ,διατιμώ,εκτιμώ (ουσ): τιμή
priceless ανεκτίμητος
primary capital πρωτογενές κεφάλαιο
principal κύριος αγοραστής, αρχικό κεφάλαιο επένδυσης, διευθυντής σχολείου
principle αρχή
prior προ(προηγούμενο)
private company ιδιωτική εταιρία(που έχει περιορισμούς ως προς την μεταβίβαση των μετοχών της)
probability  πιθανότητα
probation περίοδος δοκιμασίας
procedure διαδικασία
proceeds εισπράξεις (ή η είσπαρξη),έσοδα,χρήματα από πώληση
process (ουσ.)διαδικασία, επεξεργασία, πορεία (ρ) επεξεργάζομαι
produce (ρ.)παράγω, (ουσ.) προιόντα
product προϊόν
productivity παραγωγικότητα
profit/profit margin κέρδος/περιθώριο κέρδους
Profit and Loss Account (US )income statement , Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης, λογαριασμός κερδών και ζημιών 
profitability  αποδοτικότητα, κερδοφορία
profitability ratio δείκτης αποδοτικότητας
proforma invoice προτιμολόγιο, προσωρινό τιμολόγιο
program(me) πρόγραμμα
program control έλεγχος προγράμματος(για ανίχνευση λαθών μέσω σύγκρισης πληροφοριών στον υπολογιστή)
progressive tax προοδευτικός φόρος
prohibition απαγόρευση
project σχέδιο, πρόγραμμα, τεχνικό έργο
promissory note υποσχετική,γραμμάτιο εις διαταγήν (έγγραφο με το οποίο ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε άλλο πρόσωπο, που κατονομάζεται στο έγγραφο ένα         ορισμένο ψρηματικό ποσό σε καθορισμένο τόπο & χρόνο
promissory letter υποσχετική επιστολή
promote προωθώ, προάγω 
promotion προαγωγή,προώθηση (προιόντος)
property ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα
proportionate αναλογικός (proportional)
proportional tax αναλογικός φόρος
propose/proposal προτείνω/πρόταση
proprietorship ιδιοκτησία, κυριότητα, προσωπική επιχ/ση
prons and cons υπέρ και κατά
prospectus ενημερωτικό, διαφημιστικό φυλλάδιο
prospective μελλοντικός, πιθανός, υποψήφιος, επίδοξος
prospects ελπίδες, μέλλον ,προοπτική
prosperity ευημερία
protective measures προστατευτικά μέτρα
provide παρέχω
provided εφ όσον , υπό τον όρο ότι
provision πρόβλεψη,όρος,διάταξη,άρθρο,ρήτρα,παράγραφος συμβολαίου, εφοδιασμός
proxy statement πληρεξούσιο έγγραφο
Public Limited Company (PLC) ανώνυμη εταιρεία,δημόσια εταιρεία της οποίας οι μετοχές είναι διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο
Public Accounting Δημόσιο Λογιστικό
publication δημοσίευση, έκδοση
publicize κοινοποιώ,διαφημίζω
publish εκδίδω, δημοσιεύω
punched card διάτρητο δελτίο
purchase (ουσ.)αγορά, (ρ.)αγοράζω
purchasing power αγοραστική δύναμη
put aside βάζω στην άκρη, αποταμιεύω
put forward διατυπώνω, προτείνω
Put up/________ capital εκθέτω (σε πλειστηριασμό)/ καταβάλλω, διαθέτω (κεφάλαιο)
 

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls