| vacancy |
κενή θέση
εργασίας |
| vacant |
κενός
, άδειος ( situations vacant κενές
θέσεις εργασίας) |
| valid |
έγκυρος
, ισχύων |
| validity |
εγκυρότητα |
| valuation |
εκτίμηση,
αποτίμηση |
| value |
(ουσ.)
αξία , (ρ)εκτιμώ την αξία , λογαριάζω |
| Value Added Tax (VAT) |
φόρος
προστιθέμενης αξίας , Φ.Π.Α. |
| VAT registration |
εγγραφή
για Φόρο Προστιθέμενης Αξίας |
| value (face or nominal) |
ονομαστική
αξία |
| variable cost |
μεταβλητό
κόστος |
| variation |
παραλλαγή,
παρέκκλιση |
| vendor |
(μικρο)πωλητής |
| verification |
επαλήθευση |
| venture |
εγχείρημα,
τόλμημα (εμπορικό, επιχειρηματικό) |
| venue |
τόπος
συνάντησης |
| version |
εκδοχή |