~Β~
| back up | υποστηρίζω, ενισχύω, εγγυώμαι, προσυπογράφω |
| bad debt | επισφαλής απαίτηση |
| badge | κονκάρδα ,σήμα, διακριτικό γνώρισμα |
| balance | πιστωτικό υπόλοιπο λογαριασμού, η διαφορά μεταξύ της στήλης της χρεώσεως και πιστώσεως |
| balance due | οφειλόμενο υπόλοιπο |
| balance of payements | ισοζύγιο πληρωμών |
| balance of trade | εμπορικό ισοζύγιο |
| balance sheet | ισολογισμός |
| ballot | ψηφοφορία , ψηφοδέλτιο |
| bank | τράπεζα |
| bank note | τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα |
| bank rate | προεξοφλητικό επιτόκιο |
| bank statement | αντίγραφο κίνησης λογαριασμού |
| bankrupt | ο πτωχεύσας |
| bankruptcy | πτώχευση, χρεωκοπία |
| bargain | συμφωνία αγοροπωλησίας ,παζάρι , τιμή ευκαιρίας |
| barter | ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών χωρίς μεσολάβηση χρημάτων, αντιπραγματισμός |
| basic cost | βασικό κόστος |
| basis | βάσις |
| batch process | (ουσ)ταυτόχρονη διεκπεραίωση εργασιών στον υπολογιστή, (ρ)διεκπεραιώνω ομάδα συναλλαγών ταυτόχρονα |
| bearer | κάτοχος ενός τίτλου, κομιστής |
| behaviourism | ψυχολογία της συμπεριφοράς, συμπεριφορισμός |
| below par | υπο το άρτιο, σε τιμή κατω από την ονομαστική |
| below average | κατω από τον μέσο όρο |
| benchmark | ένδειξη για μετρήσεις ποσοτήτων (σε παραβολή με το hallmark που είναι πρότυπο για μέτρηση ποιότητας) |
| beneficiary | επιδοτούμενος,δικαιούχος |
| beneficial interest | επικαρπία |
| benefit | όφελος |
| benefit cost ratio | συνων. Profitability |
| biannual | εξάμηνος, δυο φορές το χρόνο |
| bias | μεροληψία, πόλωση |
| bid | προσφορά σε δημοπρασία ή πλειστηριασμό , τιμή πλειοδοσίας |
| bill of exchange | συναλλαγματική |
| bill of lading | φορτωτική ( clean or dirty bill of lading) |
| Bills or Treasury Bills | έντοκα γραμμάτια Δημοσίου |
| binding arbitration | υποχρεωτική διαιτησία |
| blank form | έντυπο για συμπλήρωση |
| block diagram | διάγραμμα βαθμίδων |
| board | συμβούλιο, επιτροπή |
| Board of directors | διοικητικό συμβούλιο |
| Board of Trade | Εμπορικό Επιμελητήριο (also Chamber of Commerce) |
| bond | ομολογία , χρεώγραφο , τίτλος που εκδίδεται από το κράτος ή μεγάλους οργανισμούς και επιχειρήσεις και αποτελεί μέσο δανεισμού από το κοινό |
| bondholder | ομολογιούχος |
| bonus | δώρο πέρα του μισθού ,επίδομα |
| booking | κράτηση θέσης |
| book-keeping system | σύστημα τήρησης λογιστικών βιβλίων |
| book value | λογιστική αξία |
| boost | (ουσ.)αύξηση ,ενίσχυση ,προώθηση ,(ρ) ενισχύω, προωθώ |
| borrow (from) | δανείζομαι |
| bound | όριο, σύνορο, συνδεδεμένος |
| bounty | πριμοδότηση ,επίδομα,γεναιοδωρία |
| boycott | (ουσ.)αποκλεισμός, (ρ) παρεμποδίζω τις συναλλαγές |
| branch | κλάδος,υποκατάστημα |
| brand | μάρκα,εμπορικό σήμα |
| breach | αθέτηση, παραβίαση όρου (συμβολαίου) |
| breach of warranty | η μη συμμόρφωση με τους όρους ασφαλιστηρίου συμβολαίου |
| breakdown | κατάρρευση,βλάβη |
| break even point | νεκρό σημείο κύκλου εργασιών |
| breakeven analysis | ανάλυση νεκρού σημείου |
| breakage | όρος που συμπεριλαμβάνει τη θραύση ως κίνδυνο στα ασφαλιστικά συμβόλαια |
| break an agreement | αθετώ, παραβαίνω συμφωνία |
| bribery | δωροδοκία |
| bribe | δωροδοκώ |
| brief | περιληπτικό έγγραφο, δικόγραφο |
| bring sth to sb's attention | εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι |
| bring to sb's notice | θέτω υπόψη κάποιου |
| bring forward | προωθώ, μεταφέρω (ποσό, πρόταση κλπ. ) |
| brochure | μπροσούρα ,κατατοπιστικό φυλλάδιο |
| broker | μεσίτης, ναυλομεσίτης,χρηματομεσίτης |
| budget | προυπολογισμός |
| budgetary control | προυπολογιστικός έλεγχος,πρόγραμμα δράσης της επιχείρησης |
| bulk | όγκος,μεγάλη ποσότητα, (in bulk=χονδρικά) |
| bulletin | δελτίο, ανακοινωθέν |
| burden | βάρος, φορτίο |
| burden with debt | επιβαρύνω με χρέος |
| bureaucracy | γραφειοκρατία |
| Business Administration | διοικητική των επιχειρήσεων |
| business budget | προυπολογισμός επιχείρησης |
| business capacity | δυναμικότητα επιχείρησης |
| business coalition | συνασπισμοί επιχειρήσεων |
| business communications | επιχειρησιακή επικοινωνία |
| business cooperation | συνεργασία, σύμπραξη επιχ/σεων |
| Business Council | Συμβούλιο Επιχ/σεων |
| Business Economics | Οικονομική των Επιχ/σεων |
| business entrprise | επιχειρηματική δραστηριότητα |
| business ethics | επιχειρηματική δεοντολογία |
| by no means | με κανένα τρόπο ,καθόλου |
| buyout | εξαγορά (δικαιωμάτων, εταιρείας) |
| by name | κατ' όνομα |
| by product | υποπροιόντα |
| by proxy | μέσω πληρεξουσίου |
| by transfer | σε πίστωση λογαριασμού |
| by work | πάρεργο |
