~D~
damage | ζημιά,βλάβη |
data (sing.) datum | δεδομένα |
date | (ουσ.)ημερομηνία,(ρ) χρονολογώ |
dating | χρονολόγηση |
deal | (ουσ): συμφωνία,συναλλαγή (ρημα):ασχολούμαι,συναλλασομαι,διαπραγματεύομαι |
dealer | πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές πράξεις, συναλλάσσεται με άλλους μεσίτες , όχι με το κοινό |
dealings | δοσοληψίες,σχέσεις,συναλλαγές |
dear | ακριβός, δαπανηρός |
death tax | φόρος κληρονομίας λόγω θανάτου |
debate | δημόσια συζήτηση |
debenture | χρεώγραφο χωρίς ασφάλεια,χρεωστικό ομόλογο |
debit balance | χρεωστικό υπόλοιπο |
debit | (ουσ): χρέωση, (ρήμα):χρεώνω/debt:χρέος |
debt | χρέος, οφειλή, υποχρέωση προς τρίτους |
decade | δεκαετία |
decrease | (ρημα)μειώνω,ελαττώνω , (ουσ.) μείωση |
decline | (ουσ.)μείωση, ελάττωση (ρ) μειώνω |
deduce | συμπεραίνω,συνάγω |
deduct/deduction | αφαιρώ,εκπίπτω/κράτηση (επι μισθού), απαγωγή |
default | αθέτηση εκπλήρωσης υποχρέωσης |
deferring | λογιστικός όρος που αφορά στην αφαίρεση ποσών που αφορούν μελλοντικές χρήσεις από τους αποτελεσματικούς λογ. και η μεταφορά τους σε άλλους |
defective | ελαττωματικός |
deficit | ελλειμμα |
degrade | υποβιβάζω, υποβαθμίζω |
delegate | (ουσ.)αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, (ρ) εξουσιοδοτώ,αναθέτω έργο ή καθήκον |
deliver | διανέμω |
delivery charges | έξοδα ,δαπάνες παράδοσης ή αποστολής |
demand | (ουσ.)ζήτηση,απαίτηση (ρ)απαιτώ |
deed | συμβολαιογραφική πράξη, επίσημο έγγραφο, τίτλος |
demise | (ουσ.)μίσθωση,παραχώρηση,εκχώρηση (ρ) κληροδοτώ, εκμισθώνω(lease), παραχωρώ |
denomination | ονομασία, τάξις, κατηγορία (ονομαστικής αξίας μετοχών) |
demarcation | οριοθεσία, διαχωρισμός |
denote | δηλώνω,δείχνω |
department | τμήμα |
depletion | εξάντληση (πρώτων υλών) |
deposit(account) | (ουσ.)προκαταβολή,κατάθεση, λογαριασμός καταθέσεων (ταμιευτηρίου),(ρ)καταθέτω |
depreciation | απόσβεση ,λογιστική απεικόνιση της μείωσης της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας |
depreciation of currency | μείωση της αξίας νομίσματος, υποτίμηση νομίσματος |
depreciate | υποτιμώ, μειώνω την αξία λόγω χρήσης ή φθοράς |
depression | οικονομική κρίση,ύφεση,κατάθλιψη |
deprive | αποστερώ |
deflation | αντιπληθωρισμός |
definite | οριστικός, ορισμένος |
derivative | παράγωγο |
degree | βαθμός, δίπλωμα, μοίρα (μονάδα μέτρησης) |
designate | ορίζω, προσδιορίζω |
deregulation | απελευθέρωση, απορρύθμιση |
deterioration | φθορά (αλλοίωση),απώλεια αξίας,επιδείνωση |
determined | καθορισμένος |
detriment | βλάβη,ζημιά |
to the detriment | επί ζημία |
devaluation | υποτίμηση, νομισματική υποτίμηση |
develop | αναπτύσσω |
development | ανάπτυξη |
device | συσκευή ,μηχανισμός ,εφεύρεση |
despatch | (ρ)αποστέλλω, (ουσ.) αποστολή |
deviation | απόκλιση |
diary | (προσωπκό) ημερολόγιο |
differ /difference/ differential | διαφέρω (διαφορά/διαφορικό) |
dilution | διάλυση, μείωση του ποσοτικού κέρδους |
dirty bill of lading | εκκρεμής, (μη καθαρή) φορτωτική με επιφύλαξη |
director's report | απολογισμός,έκθεση του διοικητικού συμβουλίου |
directory | έντυπος οδηγός ή κατάλογος |
directive | κατευθυντήρια οδηγία |
discharge | (ρ) εκφορτώνω, (ουσ.) εκφόρτωση |
disbursement | δαπάνες, έξοδα, καταβολή, πληρωμή, εκταμίευση |
disclose/disclosure | αποκαλύπτω/ αποκάλυψη |
discipline | πειθαρχία, κλάδος επιστήμης |
discount | έκπτωση, προεξόφληση |
Discounted Cash Flow (DCF) | μέθοδος προεξόφλησης ταμειακών ροών, μέθοδος προτεινόμενων επενδύσεων (αναγωγή προβλεπόμενης ταμειακής ρευστότητας στη σημερινή αξία) |
discretion (at your) | κρίση, εχεμύθεια |
dishonoured cheque | διαμαρτυρημένη επιταγή |
disinflation | αποπληθωρισμός (also deflation) |
dispose | διαθέτω, εκποιώ, πωλώ |
dissolution of partnership | διάλυση εταιρείας |
dismiss | απολύω |
displacement | μετατόπιση, μετακίνηση |
display | (ουσ):έκθεση,επίδειξη (ρήμα):εκθέτω,επιδεικνύω |
distribution (distribute) | κατανομή,διανομή ,μοιρασιά |
diversion | (παράκαμψη),εκτροπή,αντιπερισπασμός,παρέκκλιση |
divide/division | μοιράζω,διανέμω, /διεύθυνση (υπηρεσίας), τμήμα, διαίρεση |
dividend | μέρισμα |
dividend warrant | εντολή για καταβολή μερίσματος σε μέτοχο εταιρείας |
document | έγγραφο, τίτλος, αποδεικτικό στοιχείο |
dole | επίδομα ανεργίας,βοήθημα |
domination | κυριαρχία |
double | διπλός |
double time | διπλό ημερομίσθιο |
doubling | διπλασιασμός |
downgrade | υποβιβάζω,υποβαθμίζω |
domestic | οικιακός, εγχώριος |
doing business | εμπορική δραστηριότητα |
domain | χώρος (αρμοδιότητας), επικράτεια |
downturn | απότομη πτώση τιμών (αντιθ. boom) |
draft | συναλλαγματική, τραβηκτική-επιταγή η οποία σύρεται από μια τράπεζα σε άλλη |
draw | έλκω,τραβώ,παίρνω |
draw up/draw out | καταρτίζω, συντάσσω (έγγραφο)/κάνω ανάληψη χρημάτων |
dumping | πώληση εμπορευμάτων σε ξένη αγορά κάτω του κόστους, εξαγωγή σε χαμηλότερη τιμή από αυτή που ισχύει στην εξάγουσα αγορά |
due to | εξ αιτίας, λόγω, κατά συνέπεια |
duplicate | αναπαράγω, αντίγραφο, διπλότυπο |
duration | διάρκεια |
duty free | αδασμολόγητος |
double entry | διπλογραφία |