Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "L"

~L~


label ετικέττα
labo(u)r εργασία, κάθε καταβολή ανθρώπινης προσπάθειας που αποβλέπει σε παραγωγικούς σκοπούς 
lack έλλειψη
land ξεφορτώνω, κατεβάζω από μεταφορικό όχημα, προσγειώνω
lapping μέθοδος απόκρυψης ενός ελλείμματος με μια σειρά από λογιστικές εγγραφές 
lapsed παραγραφείς, ακυρωθείς, εκπέσας
last (επιθ)τελευταίος, (ρ) διαρκώ 
launch λανσάρω (προϊόν), προωθώ
money laundering ξέπλυμα χρήματος
layout διάταξη διαφήμισης, σελιδοποίηση
lead/leader καθοδηγώ/αρχηγός
leaflet φυλλάδιο διαφημιστικό
leakage διαρροή (υγρών φορτίων) εκροή, διαφυγή, απώλεια
lease/leasing μισθωτήριο, εκμίσθωση, ενοικιάζω/ χρηματοδότηση  για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών 
ledger καθόλικο (βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται οι εγγραφές του ημερολογίου 
legal   νόμιμος, νομικός, legal act= νομική πράξη, δικαιοπραξία
legislature νομοθετικό σώμα
lend δανείζω
lessening μείωση
lessen ελαττώνω
letterhead έντυπη επικεφαλίδα επιστολόχαρτου
letter of advice έγγραφη προειδοποίηση
letter of attorney πληρεξούσιο
Letter of Credit πιστωτική εγγυητική επιστολή
leverage χρηματοοικονομική μόχλευση
leverage ratio δείκτης διάρθρωσης κεφαλαίου (εμφανίζει το βαθμό στον οποίο η επιχείρηση έχει χρηματοδοτηθεί με δανεικά κεφάλαια) 
Leveraged Buy Out (LBO) (εξ)αγορά μιας επιχ/σης με υπερδανεισμό
levy επιβάλλω εισπράτω φόρους, δασμούς ή πρόστιμο
Liabilities  παθητικό
liability ευθύνη, υποχρέωση (έναντι νόμου)
liable (-for) υπεύθυνος (για), (-to) υποκείμενος σε, υπόλογος
Liberalism Φιλελευθερισμός
liberal φιλελεύθερος
license (ρ.) χορηγώ άδεια
licence (ουσ.) άδεια-προνόμιο

licensee ο κάτοχος άδειας
lieu/ in lieu of θέση, τόπος/ αντί του .., στη θέση του..
life insurance ασφάλεια ζωής
lift σηκώνω, υψώνω
limit όριο
limitation περιορισμός
limited περιορισμένος
limited capacity περιορισμένη ικανότητα
Limited Company (Ltd.) Ανώνυμη Εταιτεία, συνων. Societe Anonyme-SA 
Limited Liability Company  Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (EΠE)
Limited Partnership Ετερόρρυθμη Εταιρεία
liquid assets ρευστοποιημένο ενεργητικό
liquid items κινητά περιουσιακά στοιχεία
liquid funds διαθέσιμο κεφάλαιο (άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού)
liquidation (go into ______) ρευστοποίηση (τελώ υπο εκκαθάριση, χρεοκοπώ)
liquidity ratio δείκτης ρευστότητας
listed stocks μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο
litigation δικαστικός αγώνας, δίκη, αντιδικία
loading φόρτωση
loan δάνειο
log in μπαίνω σε σύστημα υπολογιστή, αρχίζω τη λειτουργία ενός Η/Υ
logo εμπορικό σήμα, λογότυπο
local market τοπική αγορά
long term assessment μακροπόθεσμη εκτίμηση, υπολογισμός
loophole παραθυράκι νόμου
loss απώλεια, ζημιά (οικονομική)
loss of profits απωλεσθέντα ή διαφυγόντα κέρδη
lowering χαμήλωμα, πτώση
loyal πιστός
lucrative επικερδής
luxuriance αφθονία, πλούτος
luxuriant άφθονος, οργιώδης, πλούσιος
luxurious πολυτελής, εκλεκτός
luxury goods είδη πολυτελείας
luxury tax φόρος  πολυτελείας

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls