Αγγλικοί Οικονομικοί Όροι από "Υ"

~Y~

yield  (ρ) αποφέρω κέρδος. (ουσ.)απόδοση, κέρδος 
yield (current) τρέχουσα απόδοση ομολογίας ή άλλης επένδυσης


 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | cheap international calls