~Q~
| qualification | προσόν |
| qualify | προσδιορίζω, παρέχω τα προσόντα |
| qualitative analysis | ποιοτική ανάλυση |
| quality | ποιότητα, ιδιότητα, προσόν |
| quantitative analysis | ποσοτική ανάλυση |
| quantity | ποσότητα |
| quarterly | τριμηνιαίος |
| quit | παραιτούμαι,αφήνω,εγκαταλείπω |
| quota | είναι ο προκαθαρισμένος αριθμός ή γενικά η ποσότητα που είναι επιτρεπτή (το πλαφόν), ποσόστωση |
| quotation | δημοσίευση τρέχουσας τιμής αγαθών ή υπηρεσιών, προσφορά τιμής ,τρέχουσα τιμή εμπορευμάτων, προσφορά, απόσπασμα |
| quote | καθορίζω δίδω τιμή |
| quoted company | εισηγμένη (στο χρηματιστήριο ) εταιρεία |
| quoted price | επίσημη τιμή αξίας |
| quotient | πηλίκο |
