solvency |
πιστωτική
επιφάνεια, φερεγγυότητα |
sort out |
λύνω,
βρίσκω λύση, διευθετώ |
source/sources of sypply |
πηγή/πηγές
εφοδιασμού |
spare capital |
διαθέσιμο
κεφάλαιο |
specification |
προσδιορισμός,
προδιαγραφή |
specimen |
δείγμα,
υπόδειγμα |
speculator |
κερδοσκόπος |
spend/spending power |
ξοδεύω,
αγοραστική δύναμη |
sponsor |
χορηγός |
spread |
διαφορά
τιμής στις συναλλαγές χρεωγράφων και εμπορευμάτων |
stability/stable |
σταθερότητα/σταθερός |
staff |
το
προσωπικό (οι εργαζόμενοι) |
stag |
φυσικό
ή νομικό πρόσωπο που εγγράφεται στους καταλόγους για να προμηθευτεί
νεοεκδιδόμενα χρεώγραφα με σκοπό να τα μεταπωλήσει με κέρδος |
stagnation |
στασιμότητα,
απραξία |
stamp taxes |
τέλη
χαρτοσήμου |
standard/standardization |
πρότυπο,
καθιερωμένο/προτυποποίηση |
standing order |
πάγια
εντολή |
statement |
δήλωση,
έκθεση (με λογιστικά στοιχεία) |
statement of account |
αντίγραφο κίνησης λογαριασμού
-account transcript (US) |
station/stationary |
θέση,
στάση /στάσιμος |
stationery |
χαρτοπωλείο
/ γραφική ύλη |
Statistics |
Στατιστική |
status/statutes |
κοινωνική
θέση, κατάσταση (οικονομική θέση)/καταστατικό, θεσμικό δίκαιο |
statutory |
νόμιμος,
θεσμικός |
statutory regulations |
οι
από το νόμο προβλεπόμενες διατάξεις |
statutory reserve |
τακτικό
αποθεματικό |
steady |
στερεός
, σταθερός |
stock |
απόθεμα
, μετοχή , |
stock broker |
χρηματιστής
, χρηματομεσίτης |
stock capital |
μετοχικό
κεφάλαιο |
stock certificate |
αποδεικτικό
κυριότητας μετοχών |
stock (deferred) |
μετοχές
για τις οποίες δεν καταβάλλεται μέρισμα μέχρι να επιτευχθεί ορισμένος
αντικειμενικός σκοπός |
Stock Exchange |
Χρηματιστήριο
Αξιών |
stock exchange quotation |
τιμή
χρηματιστηρίου |
stock holder |
μέτοχος |
stock market |
χρηματιστήριο,
τόπος που ενεργούνται συναλλαγές με χρεώγραφα |
stockist |
χονδρέμπορος
(που έχει αποθήκη),μεγαλέμπορος |
storage |
αποθήκευση |
store |
αποθηκεύω,
κατάστημα λιανικής πώλησης |
stowage |
στοίβαγμα |
straight line depreciation |
σταθερό
σύστημα απόσβεσης (μέθοδος απόσβεσης που εμφανίζει ομοιόμορφη ετήσια απόσβεση
το χρόνο για όλη την εκτιμώμενη
διάρκεια ζωής του αντικειμένου) |
SWOT (analysis) |
Τεχνική
στο marketing (Strengths Weaknesses Opportunities Threats) |
strict |
αυστηρό |
structural changes |
δομικές
αλλαγές |
structure |
δομή,
διάρθρωση |
stub |
στέλεχος
(απόδειξης,επιταγής,εντάλματος,κλπ) |
subject |
υποκείμενο,
θέμα, μάθημα |
subject to |
υπόκειμαι
σε |
subordinate |
κατώτερος,
υφιστάμενος |
subsidiary |
βοηθητικό,
θυγατρική εταιρεία |
subsidy |
επιδότηση,
εποχορήγηση |
subsidize |
επιδοτώ,
επιχορηγώ |
subtraction |
αφαίρεση |
sub total |
υποσύνολο |
substitute/substitution |
αντικαθιστώ,
υποκαθιστώ/υποκατάσταση |
succeed/successive |
επιτυγχάνω,διαδέχομαι/διαδοχικός |
sue |
μηνύω |
sufficiency/sufficient |
επάρκεια/επαρκής |
suggest/suggestion |
εισηγούμαι/
υπόδειξη |
suitability/suitable |
καταλληλότητα/
κατάλληλος |
sum |
σύνολο,
άθροισμα,ποσό (χρημάτων) |
summary |
περίληψη |
supervision |
επίβλεψη,
επιτήρηση |
supplementary |
συμπληρωματικός |
supplier |
προμηθευτής |
supply/supplies |
εφοδιάζω/προμήθειες |
supporting document |
δικαιολογητικό
, αποδεικτικό έγγραφο |
surge |
ορμητική
κίνηση |
surplus |
πλεόνασμα,περίσσευμα |
Surplus Value |
Υπεραξία |
survey |
ερευνα
αγοράς , επισκόπηση,ανασκόπηση |
swap or switch |
συναλλαγή
ανταλλαγής |
syllabus |
περίγραμμα
(περιγραφή) μαθηματάτων |
systematic |
συστηματικός |
systemic |
συστημικός |