wage |
μισθός,
ημερομίσθιο |
wage ceiling |
ανώτατο
ημερομίσθιο |
wage claim |
μισθολογική
διεκδίκηση |
wage floor |
κατώτατο
ημερομίσθιο |
wants |
ανάγκες,
τα απαραίτητα, τα χρειαζούμενα |
warehouse |
αποθήκη |
wares |
εμπορεύματα,
τα αγαθά |
warning |
προειδοποίηση |
warrant |
εγγυούμαι,
επίσης η λέξη αναφέρεται στο δικαίωμα (option)να αγοράσει κανείς έναν
ορισμένο αριθμό κοινών μετοχών σε μια καθορισμένη τιμή |
waste away |
φθίνω,
εξαντλούμαι |
way-bill |
δελτίο
αποστολής εμπορευμάτων , φορτωτική |
wealth |
πλούτος |
weigh up |
σταθμίζω |
welfare |
κοινωνική
πρόνοια, ευημερία |
wholesaler |
χονδρέμπορος |
wind up |
εκκαθαρίζω,
λύω μια εταιρεία, τερματίζω |