~T~
table | πίνακας, κατάλογος |
take on | προσλαμβάνω, αναλαμβάνω |
take over | αναλαμβάνω (τη διεύθυνση , τη διοίκηση) καταλαμβάνω (την αρχή), εξαγοράζω (εταιρία) |
takeover bid | προσφορά εξαγοράς (της πλειοψηφίας των μετοχών μιας εταιρείας) |
take up | αποπληρώνω, εξοφλώ, αναλαμβάνω |
take the minutes | κρατάω τα πρακτικά |
tamper | σκαλίζω (μηχάνημα), μαστορεύω |
tangible asset | τα υλικά στοιχεία του ενεργητικού, ενσώματες ακινητοποιήσεις |
target | στόχος |
tariff | δασμός, ταρίφα |
tax | (ουσ.) φόρος (ρ.) φορολογώ |
tax accounting | φορολογική λογιστική |
taxation | φορολογία |
tax avoidance | φοροαποφυγή |
tax base | φορολογική βάση |
tax burden | φορολογική επιβάρυνση |
tax collector | εισπράκτορας φόρων |
tax-deductible | εκπιπτόμενος του φόρου |
tax disincentive | φορολογικό αντικίνητρο |
tax dodging/evasion | φοροδιαφυγή |
tax exemptions | φορολογικές απαλλαγές |
tax free | απηλλαγμένο φόρου |
tax heaven | φορολογικός παράδεισος |
tax levy | εντολή καταβολής φόρου |
tax limit | φορολογικό όριο |
taxpayer | φορολογούμενος |
tax rate | φορολογικός συντελεστής |
tax refund | επιστροφή φόρου |
tax relief | φορολογική ελάφρυνση |
tax return | φορολογική δήλωση |
tax shield or shelter | φορολογική προστασία |
tax value | φορολογητέα αξία |
team | ομάδα |
teller | ταμίας τράπεζας |
temporary | προσωρινός |
tender | (ρ) προσφέρω (ως μειοδότης), υποβάλλω προσφορά (ουσ.)προσφορά |
term | χρονική περίοδος, όρος (συμβολαίου) |
theft | κλοπή |
tight budget | περιορισμένος προυπολογισμός |
time charter party | ναυλοσύμφωνο επί χρονοναυλώσεως |
timetable | πίνακας δρομολογίων, ωρολόγιο πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα |
tip | φιλοδώρημα |
tolerance | ανοχή |
toll | φόρος αίματος / tolls=οδικά τέλη, διόδια |
total amount | συνολικό ποσό |
to some extent | μέχρις ενός σημείου |
trade /trader | (ουσ.)εμπόριο (ρ) εμπορεύομαι/έμπορος |
trade balance | εμπορικό ισοζύγιο |
trade in allowance or price | η συμφωνημένη αξία πράγματος που παραδίδεται σαν προκαταβολή για την αγορά ενός καινούργιου |
trade loss | εμπορική ζημιά |
trademark | σήμα κατατεθέν, εμπορικό σήμα |
trade union | εργατικό σωματείο |
train | εκπαιδεύω |
transact | διεκπεραιώνω |
transaction | συναλλαγή, εμπορική πράξη |
transcription | μεταγραφή , αντιγραφή |
transfer | (λογιστική) μεταφορά (με εγγραφές χρεωπιστώσεις λογαριασμών) , μεταφορά |
transfer book | βιβλίο μεταβολών |
transfer tax | φόρος μεταβίβασης |
transport | (ουσ.) μεταφορά,διακίνηση προσώπων ή αγαθών (ρ) μεταφέρω/means of transport: μεταφορικά μέσα |
transportation | μεταφορά (εμπορευμάτων κλπ.) |
treasure | θησαυροφυλάκιο, δημόσιο ταμείο |
Treasury Bills or Notes | έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου |
treatment | μεταχείριση |
treaty | συνθήκη |
trend | τάση, ροπή, κίνηση της αγοράς |
Trial Balance | (δοκιμαστικό) ισοζύγιο |
trial calculations | πειραματικοί υπολογισμοί |
trial order | δοκιμαστική παραγγελία |
true | αληθινός |
trust | ομάδα εταιρειών |
trustee | καταπιστευματοδόχος,επίτροπος |
turnover | κύκλος εργασιών, τζίρος |
turnover ratio | δείκτης κύκλου εργασιών |
turnover tax | φόρος κύκλου εργασιών |