~C~
| calculator | υπολογιστής,κομπιουτεράκι |
| calendar | ετήσιο ημερολόγιο |
| Cabinet | υπουργικό συμβούλιο |
| cancel | ακυρώνω |
| capacity | ικανότητα,δυνατότητα, χωρητικότητα |
| capital | κεφάλαιο |
| capital flow | ροή κεφαλαίων |
| capital market | κεφαλαιαγορά |
| capitalisation | κεφαλαιοποίηση |
| capital output ratio | απόδοση κεφαλαίου |
| cargo | φορτίο |
| carrier | μεταφορέας |
| cash | μετρητά |
| catalogue | κατάλογος(συνήθως προϊόντων & κωδικών τους) |
| cause of action | βάση αγωγής |
| certificate of origin | πιστοποιητικό προέλευσης καταγωγής εμπορευμάτων |
| chairman | πρόεδροs (συμβουλίου, επιτροπής) |
| change | ρέστα,ψιλά |
| channel | δίαυλος |
| chargeς | δαπάνες,τέλη,έξοδα |
| charge free | ατελώς |
| Chart of Accounts | Λογιστικό σχέδιο |
| charterer | ναυλωτής(πλοίου για ορισμένο χρόνο ή ταξιδι) |
| charter party | ναυλοσύμφωνο |
| charter- party by demise | ναύλωση κατά παραχώρηση,ναυλωσύμφωνο σύμφωνα με το οποίο ο ναυλωτής συμφωνεί με την ναύλωση ενός πλοίου και τις υποχρεώσεις σχετικά με αυτή απέναντι στο ναυτιλιακό γραφείο |
| chartered accountant | ορκωτός λογιστής |
| cheque book | στέλεχος επιταγών,βιβλίο(μπλοκ)επιταγών |
| Chamber of Commerce | Εμπορικό Επιμελητήριο |
| C.I.F=cost insurance freight | κόστος,ασφάλιστρα & ναύλος |
| circular | εγκύκλιος,υπηρεσιακό σημείωμα |
| circulating capital | κυκλοφορούν κεφάλαιο |
| civil servant | δημόσιος υπάλληλος |
| claim | (ουσ)απαίτηση,αξίωση,(ρ)διεκδικώ,ισχυρίζομαι |
| classified ads | μικρές αγγελίες,ταξινομημένες διαφημίσεις |
| clause | όρος στις ασφαλίσεις που καθορίζει συνήθως μία χρηματική ποινή ,όρος, ρήτρα |
| classification | κατάταξη, ταξινόμιση |
| classified | ταξινομημένος, απόρρητος |
| clean bill of lading | καθαρή ή ανεπιφύλακτη φορτωτική |
| clerk | υπάλληλος |
| code | κώδικας |
| coin | κέρμα |
| collumn | στήλη |
| coefficient | συντελεστής |
| collaboration | σύμπραξη, συνεργασία |
| commerce | εμπόριο |
| commercial | εμπορικός |
| commercials | διαφημίσεις(σε TV,ραδιόφωνο) |
| commission | προμήθεια ,κρατική ή δικαστική εντολή για την διενέργεια ορισμένων πράξεων, επιτροπή |
| commit | διαπράττω |
| commit money to resources | χρησιμοποιώ χρήματα ή πόρους για κατι |
| commodities | αγαθά, εμπορεύματα |
| committee | επιτροπή |
| communication | επικοινωνία |
| communion | σχέση, επάφή |
| community | κοινότητα,παροικία |
| compensation | αποζημίωση |
| complement/complementary | συμπληρώνω/συμπληρωματικός |
| component | συστατικό μέρος,εξάρτημα |
| comply with | συμμορφώνομαι |
| computer malfunction | δυσλειτουργία,βλάβη Η/Υ |
| computerize | αυτοματοποιώ,εξοπλίζω ή ελέγχω με τη χρήση Η/Υ |
| computerized | σχεδιασμένο ή κατασκευασμένο με χρήση Η/Υ, μηχανογραφημένος |
| concentration | συγκέντρωση |
| concession | παραχώρηση |
| concept | γενική ιδέα |
| conduct | διεξάγω,διευθύνω |
| confidential | εμπιστευτικό |
| confront | αντιμετωπίζω |
| conglomerate | (ουσ)πολυσυλλεκτική εταιρία,όμιλος εταριών |
| consecutive | συνεχής, συναπτός |
| consider | θεωρώ, λαμβάνω υπόψη |
| consideration | αμοιβή,πληρωμή,τίμημα |
| considerable | αισθητός,σημαντικός |
| consignee | παραλήπτης εμπορευμάτων |
| consignment note | δελτίο αποστολής (εμπορευμάτων) |
| consignor | αποστολέας εμπορευμάτων |
| consolidation | παγίωση χρεών, ενοποίηση |
| constituent | συστατικό μέρος |
| consumer | καταναλωτής |
| consumption | κατανάλωση |
| consume | καταναλώνω |
| contact | (ουσ.)επαφή, (ρ) έρχομαι σε επαφή |
| contemporary | σύγχρονος |
| contingency | ενδεχόμενο, απρόοπτο |
| contract | (ουσ) συμβόλαιο ,σύμβαση,εργολαβία, (ρ) συμβάλλομαι, υπογράφω σύμβαση |
| contractor | εργολάβος, εργολήπτης |
| contribution | συνεισφορά, συμβολή |
| corporation | σωματείο ,εταιρεία με πολλούς μετόχους ,νομικό πρόσωπο |
| corporation charter | καταστατικό εταιρείας |
| convert into/conversion | μετατρέπω/μετατροπή |
| convey/conveyance | μεταφέρω, μεταβιβάζω/μεταβίβαση περιουσίας, μεταφορικό μέσο |
| cooperative | συνεταιρισμός, συνεργάσιμος |
| count | μετρώ,λογαριάζω,θεωρώ |
| copyright | δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας |
| copywriter | κειμενογράφος διαφημίσεων |
| correspondence | αλληλογραφία |
| cost | κόστος,κοστίζω, cost of living= κόστος διαβίωσης |
| cost accounting | κοστολόγηση(κλάδος λογιστικής σχετικός με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή λογιστικών συστημάτων κοστολόγησης) |
| cost allocation | κατανομή κόστους |
| counter | θυρίδα τράπεζας, μετρητής, πάγκος καταστήματος |
| counterfeit | πλαστογραφώ,πλαστός (forgery: αναφέρεται κυρίως σε έγγραφα ή έντυπα) |
| counterfoil | στέλεχος (απόδειξης,επιταγής,εντάλματος,κλπ) |
| countersign | προσυπογράφω(συμβόλαιο ως εγγυητής),επικυρώνω,βεβαιώνω |
| couple | ζευγάρι |
| cover | καλύπτω |
| coverage | κάλυψη |
| consolidated (account, balance sheet) | ενοποιημένος, παγιοποιημένος |
| creativity | δημιουργικότητα |
| creadibility | αξιοπιστία |
| credit | πίστωση |
| credit note | πιστωτικό σημείωμα |
| creditor | πιστωτής |
| credit solvency | πιστοληπτική ικανότητα |
| crossed cheque | δίγραμμη επιταγή |
| cross section | αντιπροσωπευτικό δείγμα ,τομή |
| currency | το νόμισμα μιας χώρας,συναλλαγμα |
| current | τρέχων |
| current account | τρέχων λογαριασμός |
| current assets | κυκλοφορούν ενεργητικό |
| curriculum | περίγραμμα σπουδών,διδασκόμενη ύλη |
| Curricullum Vitae (C.V | βιογραφικό σημείωμα |
| customer | πελάτης |
| Customs | τελωνείο |
| customs clearance | εκτελωνισμός |
| customs duties | τελωνειακοί δασμοί |
| customs value | δασμολογητέα αξία |
| cut back | μειώνω, περικόπτω |
| cutting down | περιορισμός, περικοπή |
